Υπ’ αριθμ. 476/2013 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κρωπίας -
Ακύρωση διαταγής πληρωμής
Η ανακόπτουσα σύνηψε με την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα σύμβαση
ανοίγματος πίστωσης, το λογαριασμό της οποίας έκλεισε η καθ’ ης και μετέφερε το
χρεωστικό υπόλοιπο που εμφάνισε η εν λόγω πίστωση σε λογαριασμό οριστικής
καθυστέρησης που ανοίχθηκε από την καθ’ ης στο όνομα της ανακόπτουσας και
κοινοποίησε επιστολή της στην τελευταία με την οποία της γνωστοποίησε το ως άνω
κλείσιμο, το χρεωστικό υπόλοιπο που προέκυψε σε βάρος της και την κάλεσε να το
εξοφλήσει άμεσα εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο και το συμβατικό επιτόκιο
υπερημερίας και εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων. Ύστερα, κατόπιν αίτησης της
καθ’ ης εξεδόθη διαταγή πληρωμής, κατά της οποίας η ανακόπτουσα άσκησε νόμιμα
και εμπρόθεσμα ανακοπή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής,
διότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης πίστωσης λάμβανε χώρα
παράνομος συμβατικός εκτοκισμός των ποσών της εισφοράς του ν. 128/1975, η οποία
της είχε μετακυλιστεί, δια της ενσωμάτωσης αυτής στο επιτόκιο υπολογισμού των
πάσης φύσεως τόκων, με συνέπεια η ακυρότητα των επιμέρους κονδυλίων να
επηρεάζει την αποδεικτικότητα των εγγράφων δυνάμει των οποίων εξεδόθη η διαταγή
πληρωμής, αλλά και το εκκαθαρισμένο της απόφασης.
Το Ειρηνοδικείο έκρινε ότι μεταξύ των συμβαλλομένων υπήρξε
συμφωνία μετακύλισης της εισφοράς του ν. 128/1975, η οποία ήταν νόμιμη, .
Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι οι κάθε μορφής οφειλόμενοι σε καθυστέρηση τόκοι
εκτοκίζονται από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης με το συμφωνηθέν επιτόκιο
υπερημερίας, εκτός της περιόδου των δεκαπέντε (15) πρώτων ημερών και οι ούτω
παραγόμενοι τόκοι προστίθενται ανατοκιζόμενοι στο εκάστοτε ληξιπρόθεσμο
κεφάλαιο ανά εξάμηνο, εκτοκιζόμενοι έκτοτε με αυτό. Εξ αυτών συνάγεται ότι η
καθ’ ης καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης κάθε φορά που χρέωνε
τόκους πάσης φύσεως κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/75 και ανατόκιζε τα
ποσά (αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους
(εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν. 128/75, στο νέο δε προκύπτον
εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός
και ανατοκισμός της εισφοράς).
Ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των πάσης φύσεως
τόκων προκύπτει ευθέως τόσο από το αντίγραφο λογαριασμού, αλλά και από τους
όρους της σύμβασης. Έτσι, με βάση τα παραπάνω η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής
επιδίκασε στην καθ’ ης απαίτηση, στην οποία περιλαμβάνονται και χρηματικά ποσά
που αντιστοιχούσαν στον παραπάνω παράνομο ανατοκισμό της εισφοράς του ν.
128/75. Το ύψος όμως αυτής της παράνομης χρέωσης δεν μπορεί να προσδιορισθεί
από τον τηρούμενο ελλιπώς λογαριασμό και εγγραφές από την καθ’ ης στο απόσπασμα
του λογαριασμού με βάση το οποίο εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, καθώς δεν
προκύπτει από αυτό ούτε το επιτόκιο υπολογισμού των συμβατικών τόκων, ούτε των
τόκων υπερημερίας που υπολογίσθηκαν οι τόκοι και προσαύξησε την παραπάνω
εισφορά, με αποτέλεσμα να καθίσταται η απαίτηση ανεκκαθάριστη κατ’ άρθρο 624
του ΚΠολΔ. Η απαίτηση της καθ’ ης εξαιτίας των παραπάνω παρανόμων χρεώσεων δεν
θα ήταν ανεκκαθάριστη, αν η διαταγή πληρωμής είχε εκδοθεί με αντίγραφα των
μηνιαίων λογαριασμών, στους οποίους αναγράφονται λεπτομερώς οι χρεώσεις και
πιστώσεις και το ύψος του επιτοκίου, καθώς τότε η ανακόπτουσα θα μπορούσε με τα
στοιχεία αυτά, να προτείνει, υπολογίζοντας η ίδια κατά μήνα λεπτομερώς το ύψος
της απαίτηση χωρίς αυτές τις παράνομες χρεώσεις, τη διαφορά, ως ποσό μείωσης
της απαίτησης, προβάλλοντας με πληρότητα κατά της απαίτησης ουσιαστικές
ενστάσεις, απορριπτόμενης κατ’ αυτόν τον τρόπο της σχετικής ενστάσεως της καθ’
ης περί αοριστίας ως προς τα προσβαλλόμενα κονδύλια. Τη δυνατότητα όμως αυτή
στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει η ανακόπτουσα με βάση τα έγγραφα που
εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και βρίσκονται στο φάκελο της διαταγής πληρωμής.
Ενόψει των ανωτέρω, η διαταγή πληρωμής εξεδόθη για απαίτηση μη εκκαθαρισμένη
και ως εκ τούτου κρίθηκε ότι πρέπει να ακυρωθεί.